- υπερουρικαιμία
- η, Νιατρ. η αύξηση τής ποσότητας τού ουρικού οξέος και τών ουρικών ενώσεων στο αίμα άνω τών 7 χιλιοστών τού γραμμαρίου %.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperuricemia < υπερ-* + ουρικός + -αιμία (< αἷμα)].
Dictionary of Greek. 2013.